ἄνω

ἄνω
ἄνω (A), imper.
A

ἀνέτω S.Ichn.70

, inf.

ἄνειν Pl.Cra.415a

, part. ἄνων, [tense] impf. ἦνον, etc. (v. infr.): [tense] aor.

ἤνεσα IG7.3226

(Orchom. [dialect] Boeot.), Hymn.Is.35, prob. in AP7.701.1 (Diod.) (ἤνεσ' codd.):— = ἀνύω, ἀνύτω, accomplish, finish,

ἦνον ὁδόν Od.3.496

;

οὔτ' ἄν τι θύων οὔτ' ἐπισπένδων ἄνοις A.Fr.161

(Dobree, cf. AB406);

ἀλλ' οὐδὲν ἦνεν E.Andr. 1132

;

ἦ τὸ δέον . . ἤνομεν; S.Ichn.98

; ταῦτα πρὸς ἀνδρός ἐστ' ἄνοντος εἰς σωτηρίαν (cf.

ἀνύω 1.6

) Ar.V.369;

ἀρυσσάμενοι ποτὸν ἤνομεν AP 11.64

(Agath.).
II [voice] Pass., come to an end, be finished, mostly of a period of time, μάλα γὰρ νὺξ ἄνεται night is quickly drawing to a close, Il.10.251; ἔτος ἀνόμενον the waning year, Hdt.7.20;

ἦμαρ ἀνόμενον A.R.2.494

;

ἀνομένου τοῦ μηνός SIG577.30

(Milet., iii/ii B.C.); also

ὅππως . . ἔργον ἄνοιτο Il.18.473

;

ἤνετο τὸ ἔργον Hdt.1.189

, 8.71;

ἀνομένων βημάτων A.Ch.799

;

ὁπόταν θήρης . . ἔργον ἄνηται Opp.H.5.442

: impers., λιταῖς ἄνεται, = λιταὶ ἀνύονται, Pi.O.8.8. [[pron. full] Hom., exc. Il.18.473: afterwds. common, cf. A. l.c., Opp.H. l.c. Orig. ἄνϝω, cf. ἀνύω.]
------------------------------------
ἄνω (B), [dialect] Aeol. [full] ὄνω, Adv., ([etym.] ἀνά):
I with Verbs implying Motion, upwards,

ἄ. ὤθεσκε ποτὶ λόφον Od.11.596

; ἄ. ἀπὸ θαλάσσης ἀναπλεῖν up stream,
Hdt.2.155;

ἄ. ποταμῶν χωροῦσι παγαί E.Med.410

(lyr.), hence "ἄ. ποταμῶν", proverbial, D.19.287, etc.;

κόνις δ' ἄ. φορεῖτο S. El.714

;

κονιορτὸς ἄ. ἐχώρει Th.4.34

; ἡ ἄ. ὁδός the upward road, Pl. R.621c; ἄ. ἰόντι going up the country (i.e. inland, v. infr. 11.1f), Hdt.2.8; ἄ. κάτω, v. infr. 11.2; πέμπειν ἄ., i.e. from the nether world, A.Pers.645 (lyr.), cf. Ch.147;

σύριγγες ἄ. φυσῶσιμέλαν μένος S. Aj.1412

(lyr.).
II with Verbsimplying Rest, aloft, on high, ib.240, etc.;

τὸ ἄ. Pl.Phdr.248a

, etc.
b on earth, opp. the world below,

νέρθε κἀπὶ γῆς ἄ. S.OT416

;

ἡνίκ' ἦσθ' ἄ. Id.El.1167

;

ἄ. βλέπειν Id.Ph.1348

;

ἄ. ἐπὶ [τῆς] γῆς Pl.Phd.109c

; οἱ ἄ. the living, opp. οἱ κάτω the dead, S.Ant.1068, cf. Ph.1348, etc.; τὰ ἄ. πράγματα the world above, Luc.Cont.1.
c in heaven, opp. earth, οἱ ἄ. θεοί the gods above, S.Ant.1072;

κῆρυξ τῶν ἄ. τε καὶ κάτω A.Ch.124

: esp. in NT,

ἐκ τῶν ἄ. εἰμί Ev.Jo.8.23

;

ἡ ἄ. Ἱερουσαλήμ Ep.Gal.4.26

;

ἡ ἄ. κλῆσις Ep.Phil.3.14

.
d generally, of relative position, ὁ δῆμος ἄ. καθῆτο in the upper quarter of the city, i.e. the Pnyx, D.18.169; ἡ ἄ. βουλή, i.e. the Areopagus, Plu.Sol.19; βαλλόμενοι ὑπὸ τῶν ἄ. by those above on the roofs, Th.4.48;

τὰ ἄ. X.An.4.3.25

; τὰ ἄ. τῆς οἰκίας, opp. θεμέλια, Id.Eq.1.2;

οἱ ἄ. τόποι OGI111.17

.
e geographically, on the upper side, i.e. on the north,

ἄ. πρὸς βορέην Hdt.1.72

; οὔτε τὰ ἄ. χωρία οὔτε τὰ κάτω [οὔτε τὰ πρὸς τὴν ἠῶ οὔτε τὰ πρὸς τὴν ἑσπέρην] Id.1.142
;

ὁ ἄ. τόπος Pl.R.435e

.
f inward from the coast,

ἡ ἄ. Ἀσίη Hdt.1.95

; τὰ ἄ. τῆς Ἀσίης ib.177; ἡ ἄ. ὁδός the upper or inland road, Id.7.128, X.An.3.1.8; ἡ ἄ. πόλις, opp. the Piraeus, Th.2.48; in full, οἱ ἀπὸ θαλάσσης ἄ. ib.83;

ἡ ἄ. Μακεδονία Plu.Pyrrh.11

; ὁ ἄ. βασιλεύς the king of the upper country, i.e. of Persia, X.An.7.1.28.
g in the race-course,

τὰ ἄ.

turning-post,

Pl.R.613b

; cf. κάτω.
h in the body, τὰ ἄ. the upper parts, opp. τὸ κάτω, Arist.GA741b28, al.;

ἡ ἄ. κοιλία Id.Mete.360b23

.
i of Time, formerly, of old, εἰς τὸ ἄ. reckoning upwards or backwards, of generations, Pl.Tht.175b; οἱ ἄ. men of olden time, Id.Criti.110b;

οἱ ἄ. τοῦ γένους Id.Lg.878a

; αἱ ἄ. μητρός the mother's lineal ancestors, Id.R.461c, cf. infr. c;

ἐν τοῖς ἄ. χρόνοις D.18.310

.
k above, in referring to a passage, Pl.Grg. 508e;

ἐν τοῖς ἄ. λόγοις R.603d

, cf. Arist.Rh.1412b33, etc.
1 of tones in the voice,

οἱ ἄ. τόνοι Plu.Cic.3

.
m metaph., ἄ. βαίνειν walk proudly, Philostr.VA1.13;

ἄ. φρονεῖν Hld.7.23

.
n higher, more general, of κατηγορίαι, Arist.AP0.82a23.
2 ἄ. καὶ κάτω up and down, to and fro,

εἷρπ' ἄ. τε καὶ κάτω E.HF953

;

ἄ. καὶ κ. φεύγειν Ar.Ach.21

;

ἄ. τε καὶ κ. κυκᾶν Id.Eq.866

;

περιπατεῖν ἄ. κ. Id.Lys. 709

.
b upside-down, topsy-turvy,

τὰ μὲν ἄ. κ. θήσω, τὰ δὲ κ. ἄ. Hdt.3.3

;

πάντ' ἄ. τε καὶ κ. στρέφων τίθησιν A.Eu.650

;

τρέπουσα τύρβ' ἄ. κ. Id.Fr.311

, cf. Ar.Av.3;

ἄ. κ. συγχεῖν E.Ba.349

;

ἄ. καὶ κ. ποιεῖν τὰ πράγματα D.9.36

;

τοὺς νόμους στρέφειν 21.19

;

πόλλ' ἄ., τὰ δ' αὖ κ. κυλίνδοντ' ἐλπίδες Pi.O.12.6

;

πολλάκις ἐμαυτὸν ἄ. κ. μετέβαλλον

backwards and forwards,

Pl.Phd.96a

, cf. Prt.356d.
3 ἄ. ἔχειν τὸ πνεῦμα pant or gasp, Men.23, cf. Sosicr.1.
B as Prep. with gen., above,

ἡ ἄ. Ἅλυος Ἀσίη Hdt.1.130

, cf. 103, Call.Jov.24; αἱ ἄ. μητρός (v. supr. 11.1 i); ἄ. τοῦ γόνατος above the knee,
Thphr.Char.4.4;

ἀπὸ ἄ. τῆς χθονὸς ταύτης LXX 3 Ki.14.15

.
2 with partitive gen., αἰθέρος ἄ. ἑλεῖν dub. in S.Ph.1092, cf. E.Or.1542;

γῆς ἥκοντ' ἄ. Id.HF616

;

μικρὸν προαγαγὼν ἄ. τῶν πραγμάτων Aeschin.2.34

.
C [comp] Comp. ἀνωτέρω, abs., higher,

ἀ. θακῶν . . Ζεύς A.Pr.314

; ἀ. οὐδὲν τῶν πρηγμάτων προκοπτομένων not getting on any farther, Hdt. 1.190
;

ἀδελφῷ ἢ πατρὶ ἢ ἔτι ἀ. Pl.Lg.880b

;

οὐ προήϊσαν ἀ. τὸ πρὸς ἑσπέρης Hdt.8.130

.
2 c. gen., ἀ. Σάμου ib.132;

ἀ. γίγνεσθαί τινων X.An.4.2.25

; ἀ. τῶν μαστῶν above them, ib.
1.4.17; later

ἀνώτερον Plb.1.7.2

, etc.; cf. ἀνώτερος.
II [comp] Sup. ἀνωτάτω, ἐς τοὺς ἀ. (sc. στάντας) Hdt.7.23;

ἡ ἀ. κώμη X.An.7.4.11

;

ἀνῳκίσανθ' ὅπως ἀ. Ar.Pax207

; ἡ ἀ. ἄσκησις the highest, Arr.Epict.3.24.84, cf. Ph.1.33, al.;

τὰ ἀ. τῶν γενῶν Arist.Metaph.998b18

, cf. Zeno Stoic.1.51, S.E.P. 1.138;

τὰ ἀ. τρία Ph.1.321

; ἡ ἀ. διαίρεσις Ps.-Alex.Aphr.in SE20.27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • .άνω — ἄνω , ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω , ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .ανῶ. — ἀνῶ , ἀνίημι send up aor subj act 1st sg ἀνῶ , ἀνίημι send up aor subj act 1st sg ἐνῶ , ἐνίημι send in aor subj act 1st sg ἐνῶ , ἐνίημι send in aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἄνω — ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνω — (συνηθέστ. πάνω ή πάνου), επίρρ. τοπικό· στη φρ. «Μ έκανε άνω κάτω» και «Έγινα άνω κάτω» με αναστάτωσε, με σύγχυσε ή αναστατώθηκα, συγχύστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άνω Πεδινά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 202 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στις βόρειες απολήξεις του Μιτσικελίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Η μονή Ευαγγελίστριας στα Άνω Πεδινά της Δωδώνης. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βιάννος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 818 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές πλαγιές της κορυφής της Δίκτης, Αφέντης Χριστός. Αποτελεί έδρα του δήμου Βιάννου. Παράγει εκλεκτό μέλι και έχει και μικρή… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 529 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωλκού. Παραδοσιακό κτίσμα στον Άνω Βόλο, στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Μαγνησίας …   Dictionary of Greek

  • άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Κουρούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 143 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών. Ο οικισμός Άνω Κουρούνι της Εύβοιας …   Dictionary of Greek

  • Άνω Λιόσια — Πόλη (υψόμ. 160 μ., 26.423 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος Άνω Λιοσίων, παρά τα διάφορα προβλήματα, βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”